- εκχυλίζω
- εκχύλισα, εκχυλίστηκα, εκχυλισμένος, μτβ.1. μεταβάλλω κάτι σε χυλό.2. βγάζω χυλό από φυτό, καρπό, κρέας κτλ. με συμπίεση (ζούλισμα) ή ψήσιμο ή απόσταξη κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.